- ασυντρόφιαστος
- η , ο1) работающий без напарника; не имеющий помощника; 2) нелюдимый; не умеющий ладить с людьми
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυντρόφευτος — ασυντρόφευτος, η, ο και ασυντρόφιαστος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει μόνιμο ή προσωρινό σύντροφο: Όλα αυτά τα χρόνια είχε μείνει μόνος κι ασυντρόφευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)